- κούφος
- Ονομασία δύο οικισμών.
1. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 2 κάτ.) του νομού Χαλκιδικής. Βρίσκεται στη νοτιοδυτική ακτή της χερσονήσου της Σιθωνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τορώνης. Έχει χαρακτηριστεί παραδοσιακός οικισμός.
2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 60 μ., 149 κάτ.) στην πρώην επαρχία Κυδωνίας του νομού Χανίων. Βρίσκεται στο μέσο του νομού, 15 χλμ. ΝΔ της πόλης των Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μουσούρων.
* * *(I)-η, -ο (AM κοῡφος, -η, -ον)1. άδειος, εσωτερικά κενός, κούφιος2. ευκίνητος, γοργός («ἱκάνω κοῡφον ἐξάρας πόδα», Σοφ.)3. μάταιος, ανώφελος, άσκοπος (α. «κούφες ελπίδες» β. «καὶ ἐς τὸν ἔπειτα χρόνον ἐλπίδος τι εἶχον κούφης», Θουκ.γ. «κούφων και πτηνῶν λόγων βαρυτάτη ζημία», Πλάτ.)4. ελαφρόμυαλος, επιπόλαιος, απερίσκεπτος, ματαιόδοξος («πείθει αὐτόν, κοῡφον ἄλλως καὶ ἄφρονα νεανίαν», Ηρωδιαν.)5. ελαφρός, ανάλαφρος («κούφα σοι χθὼν ἐπάνωθε πέσοι», Ευρ.)6. ήρεμος, όχι σφοδρός (α. «αν πρέπ' εις τα κούφα πτερά τής αύρας ο κτίστης τα θέμεθλ' ας στήσει», Βιζυην.β. «κούφοις πνεύμασιν βόσκου», Σοφ.μσν.το ουδ. ως ουσ. τὸ κοῡφοντο κοίλωμα, η κουφάλααρχ.1. εύκολος («αἰτουμένῳ μοι κοῡφον εἰδοίης τέλος», Αισχύλ.)2. ήπιος, όχι δύστροπος (α. «ἦλθον... ἡγούμενοι κουφοτέραν καὶ νομιμωτέραν εἶναι τὴν Εὐαγόρου βασιλείαν τῶν οἴκοι πολιτειῶν», Ισοκρ.β. «δεσπότην ἀπράγμονα καὶ κοῡφον ἐξαπατᾷ θεράπων», Μέν.)3. αυτός που ανακουφίζει, που βοηθάει («ὀχέων ἐφαπτομένα χερὶ κούφᾳ», Πίνδ.)4. μηδαμινός, τιποτένιος («κούφου πράγματος», Πλάτ.)5. (για τροφή) εύπεπτος6. (για στρατιώτη) ελαφρά οπλισμένος7. (για πλοίο) ελαφρά φορτωμένος8. μικρός, λίγος (α. «τὸ ἁπλοῡν αὐτοῡ κούφων ἁμαρτημάτων αἴτιον ἡγούμενος», Πλάτ.β. «κούφα γράμματα» — μικρή επιστολή, Ευρ.)9. (για τον Λάζαρο) αδέσμευτος, ελευθερωμένος από τα δεσμά10. άυλος, πνευματικός11. (το ουδ. ή το θηλ. ως ουσ.) τὸ κοῡφον ή ἡ κούφηπιθάρι12. φρ. ιατρ. α) «σικύαι κοῡφαι» — αναίμακτες βεντούζες (Ορειβ.)β) «κούφου μένοντος τοῡ ἰοῡ» — ενώ ο ιός μένει στην επιφάνεια (Ορειβ.)γ. «μὴν κοῡφος» — ο όγδοος μήνας τής εγκυμοσύνης (Σωρ.)επίρρ...κούφως (AM)1. ευκίνητα («καὶ ταῡτα κούφως ἐκ μέσων ἀρκυστά τῶν ὤρουσεν», Αισχύλ.)2. ελαφρά («κούφως (ὡπλισμένοι», Ξεν.)μσν.με έντεχνο τρόπο, επιδέξιααρχ.1. μτφ. με ελαφρά καρδιά («κουφότερον μετεφώνεε Φαιήκεσσιν», Ομ. Οδ.)2. εύκολα3. φρ. «κούφως ἔχω» — αισθάνομαι τον εαυτό μου ελαφρό (Αριστοτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Θεωρείται ΙΕ προελεύσεως λ., παρά το γεγονός ότι δεν υπάρχουν συγγενείς τ. στις άλλες ΙΕ γλώσσες. Το επίθ. πιθ. να προήλθε από κάποιο παλαιότερο ουσ., δεδομένου ότι η ετεροιωμένη βαθμίδα που φαίνεται να εμφανίζει καθώς και ο τονισμός του δεν συνηθίζονται στα επίθετα.ΠΑΡ. κουφότητα (-ης)αρχ.-μσν.κουφίζω (ΙΙ)μσν.κουφώδηςμσν.- νεοελλ.κουφάλανεοελλ.κούφιος, κουφώνω.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) βλ. λ. κουφ(ο)- (II). (Β' συνθετικό) αρχ. υπόκουφος].————————(II)κοῡφος, τὸ (Μ)1. κοιλότητα, κουφάλα2. θωρακική κοιλότητα, στήθος.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού ουδ. κοῦφον (τὸ) < επίθ. κοῦφος (Ι).ΠΑΡ. μσν.-νεοελλ. κουφάρι].
Dictionary of Greek. 2013.